Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελάκι [ambeláci] το,
- little vineyard:
- έχει έναν κήπο κ' ένα ~ |
- δεν άφηνε το σπίτι παρά για να κοιτάξει τ' ~ που της άφησεν ο μακαρίτης (Palam) |
- ολημερίς έσκαβε τα λιγοστά τους αμπελάκια (Karagatsis) |
- folks. να καρπίσουν τα χωράφια | και ν' ανθίσουν τ' αμπελάκια (DPetrop)
[der of αμπέλι]
- little vineyard:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμπελάκια [ambelácja] τα, geogr
- town in Thessaly at the N foot of Kisavos (Ossa inhab Aμπελακιώτης):
- τ'~ ακμάζουν κατά τον 17 και ιδίως τον 18 αι. |
- τ' ~, μια κυψέλη γεμάτη εργατικότητα κ' ευημερία (Ouranis) |
- τα ~, χαριτωμένο ελληνικό χωριό, σήμερα φτωχό, στο δεκατοόγδοο όμως αιώνα σ' όλη τη Θεσσαλία φημισμένο κ' επίζηλο (Athanasiadis-N) |
- τα ελληνικά ~ με τη συναιτερική τους οργάνωση, αποτελούν την πρώτη μορφή των Kοινωνικών Aσφαλίσεων στο τέλος του 18ου αιώνα (Louros)
[pl-n, as is το Aμπελάκι, fr αμπελάκι]
- town in Thessaly at the N foot of Kisavos (Ossa inhab Aμπελακιώτης):