Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασαδόρος [ambasa∂óros] (& [abasa∂óros]) ο, region. (IonIsl,
- Cycl, Crete) one sent on errands, errand boy, performer of orders, messenger (syn θεληματάρης):
- ήρθε ~ και το 'πε |
- -τι; ~ σου είμ' εγώ; |
- gnom ο ~ ξυλιές δεν τρώει a person carrying instructions is not responsible for them
[fr LMG αμπασαδόρος ← Ven ambassador ← It ambasciatore]
- Cycl, Crete) one sent on errands, errand boy, performer of orders, messenger (syn θεληματάρης):