Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπασαδόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπασαδόρος [ambasa∂óros] (& [abasa∂óros]) ο, region. (IonIsl,
  • Cycl, Crete) one sent on errands, errand boy, performer of orders, messenger (syn θεληματάρης):
    • ήρθε ~ και το 'πε |
    • -τι; ~ σου είμ' εγώ; |
    • gnom ο ~ ξυλιές δεν τρώει a person carrying instructions is not responsible for them

[fr LMG αμπασαδόρος ← Ven ambassador ← It ambasciatore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες