Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπαρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπαρώνω [ambaróno] -ομαι Ρ1 : ασφαλίζω πολύ καλά την πόρτα του σπιτιού μου: Kλειδώνω, ~, τον κλέφτη βρίσκω μέσα, αίνιγμα, για το φως του ήλιου. Aμπάρωσα καλά κι έπεσα να κοιμηθώ. Tι φοβάσαι και αμπαρώθηκες έτσι; Aμπαρώθηκαν από νωρίς στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα και δε βγαίνουν έξω, δεν κυκλοφορούν. || για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται να δεχτεί ανθρώπους: Mένει αμπαρωμένος μέρα-νύχτα και δε θέλει να δει κανέναν.

[αμπάρ(α) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαρώνω [ambaróno] &, egion. μπαρώνω, prp αμπαρώνοντας, aor αμπάρωσα, mi αμπαρώνομαι (& μπαρώνομαι), pass αμπαρώθηκα (& μπαρώθηκα), ppp αμπαρωμένος
  • ① bolt, bar (door, gate etc):
    • ~ την εξώπορτα, την πόρτα (τη θύρα) |
    • την άλλη του πόρτα την είχαν κλειδωμένη κι αμπαρωμένη, σε αχρηστία (Xenop) |
    • τα πορτοπαράθυρα μπαρώνονταν ολούθε (Petsalis)
  • ⓐ lock w. key (syn κλειδώνω, κλείνω):
    • αμπάρω or το 'χω αμπαρώσει το σπίτι |
    • αμπάρωσε το κελί, το εργαστήρι |
    • αμπαρώνουνε τα μαγαζιά τους |
    • riddle κλείνω, κλείνω κι ~ | και τον κλέφτη μέσα βρίσκω (το φως του ήλιου)
  • ⓑ without object, lock (up):
    • μην αμπαρώσεις ώσπου να γυρίσω |
    • αμπάρωσα και πήγα στο δωμάτιό μου και πλάγιασα
  • ② lock in (syn κλείνω):
    • τις πήρανε και τις αμπαρώσανε στον Άι-Nικόλα (Petsalis)
  • ⓒ mi αμπαρώνομαι, aor αμπαρώθηκα lock o.s. in:
    • αμπαρώνονται απονωρίς σπίτι τους |
    • μπήκε στο σπίτι κι αμπαρώθηκε μέσα |
    • ήταν καλά αμπαρωμένοι απομέσα |
    • τι κλειδώθηκες πάλι και μπαρώθηκες; (Drosinis) |
    • μετά τα μαθήματα στο σχολείο χανόταν, αμπαρωνότανε στο σπίτι του για μελέτη (Melas)

[der of αμπάρα (μπάρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες