Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπανόζι το· ’μπανόζι.
-
- Έβενος:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 430).
[<τουρκ. abanoz. Η λ. στο Somav. II (‑σι, λ. ebbano) και σήμ. ιδιωμ.]
- Έβενος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπανόζι [ambanózi] (& region. [abanózi]) το, bot
- ebony, wood of various trees of the genus Diospyros (syn αμπανόξυλο, αμπανός, έμπανος, L έβενος):
- μαύρος σαν ~ |
- έγινα ~ I became black |
- ένα πουλί ήτανε τούτη η φιγούρα (του καραβιού), παράξενο ... και η ουρά του ήταν ουρά ψαριού. Όλο μαύρο, ~ (Myriv) |
- δεν ήταν το καλαμένιο μπαστουνάκι του που ήξερα παρά ένα άλλο, μαύρο και γυαλιστερό σαν ~ (Prevelakis)
[fr Turk abanoz 'ebony'; form αμπανόσι (Somavera, 1709) fr Turk variant abanos. The Turk fr Arab-Pers abnus ← Gr έβενος ← Egypt hbnj]
- ebony, wood of various trees of the genus Diospyros (syn αμπανόξυλο, αμπανός, έμπανος, L έβενος):