Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπαλάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπαλάρω [ambaláro] -ομαι Ρ6 : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κουτί ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μεταφερθεί με ασφάλεια· συσκευάζω: Tα γυαλικά πρέπει να αμπαλαριστούν καλά. Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση. Tο δώρο ήταν πολύ ωραία αμπαλαρισμένο.

[ιταλ. abballar(e) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαλάρω [ambaláro] &, ess freq μπαλάρω, ipf μπαλάριζα, aor αμπάλαρα & αμπαλάρισα, mediop αμπαλάρομαι, ppp αμπαλαρισμένος
  • ① pack up, wrap up, bale (syn συσκευάζω):
    • αμπαλάρισα τα βιβλία, τα γυαλικά, τα δέρματα, τα υφάσματα κλ |
    • αμπαλάρουμε και φεύγουμε σήμερα κιόλας |
    • αμπαλάρει το πολύτιμο εύρημά του και έφτασε στο Παρίσι (Karyotakis) |
    • τ' αμπαλάρανε και τα δέσανε με θαλασσιές μεταξωτές κορδέλες (Vlami) |
    • να πάρει όλα τούτα τα μικρά λάφυρα της ακρογιαλιάς, που τόσο ιερόσυλα τ' αμπαλάριζαν για την πόλη (Myriv)
  • ② entangle s.o. (in an unpleasant situation) (near-syn εμπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω, παρασύρω):
    • τον αμπαλάρισε η χήρα για καλά
  • ⓐ entangle o.s. or be entangled by s.o. (syn μπερδεύομαι, περιπλέκομαι):
    • μην παίζεις χαρτιά, γιατί αμπαλάρεσαι |
    • είναι αμπαλαρισμένος στο σκάνδαλο για καλά

[fr It abballare 'bale, pack']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες