Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπαλάρισμα το [ambalárizma] Ο49 : συσκευασία σε δέματα ή σε πακέτα: Tα γυαλικά χρειάζονται καλό ~.
[αμπαλαρισ- (αμπαλάρω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαλάρισμα [ambalárizma] το, (& μπαλάρισμα)
- packing, wrapping up, baling (syn in αμπαλάγιο 1):
- να κάμεις καλό ~ των επίπλων
- ① athl burst of energy or activity, sprint at the end of the race (syn αμπαλάζ 2)
[der of αμπαλάρω]
- packing, wrapping up, baling (syn in αμπαλάγιο 1):