Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπαλάζ το [ambaláz] Ο (άκλ.) : το αμπαλάρισμα. || το περιτύλιγμα, συνήθ. για κτ. το οποίο προσφέρεται ως δώρο: Xαρτί για ~. ~ δώρου. Xριστουγεννιάτικο ~. Ωραίο ~.
[λόγ. < γαλλ. emballage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαλάζ [ambaláz] το, indecl
- ① packing, wrapping (of parcels, goods etc) (syn in αμπαλάγιο 1)
- ⓐ packing cases, wrappings, crates etc:
- (syn αμπαλάγιο 1b) |
- δώρο σε πολυτελές ~ |
- οι παστίλιες μόνον, σε κανονικό ~ στοιχίζουν εκατό δραχμές
- ② athl sprint at the end of the race (syn αμπαλάρισμα)
[fr Fr emballage; cf αμπαλάγιο]