Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπέχονο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπέχονο το [ambéxono] Ο41 : κοντό επανωφόρι της στρατιωτικής στολής.

[λόγ. < αρχ. ἀμπέχονον `ρούχο, σάλι που τυλίγει΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπέχονο [ambéxono] το, milit
  • tunic, jacket, (service) coat (syn χιτώνιο):
    • στρατιωτικό ~ |
    • κακοραμμένο ~ |
    • χρωματιστό ~ |
    • εγγλέζικο ~ |
    • άσπρα αμπέχονα της φρουράς |
    • φοράει ~, e.g. φόρεσε τ' αμπέχονό του και βγήκε |
    • βγάζω τ' αμπέχονό μου |
    • το ~ του στρατηγού έχει χρυσό σιρίτι στο περιλαίμιο |
    • η τσέπη του αμπέχονου, e.g. στην απάνω (or στην απομέσα) τσέπη του αμπέχονου |
    • σκούπισε το σουγιά πάνω στο αμπέχονό του (Sfakianakis)

[fr AG ἀμπέχονον, der of ἀμπέχω, surviving in Tsak bὐxu, bethὐ (ἀμπεκτός), (← ἀμφέχω; cf also aor ἀμπισχεῖν, also ἀμπίσχω) 'cover, enclose']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες