Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπέλοψη [ambélopsi] η, bot
- ampelopsis, a woody climbing plant of the genus Ampelopsis:
- poem ... αιμάτινα | τα φύλλα της αμπέλοψης στον πρώτο δίνονται βοριά (Velmyras)
[fr Fr ampélopsis 'id.']
- ampelopsis, a woody climbing plant of the genus Ampelopsis: