Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπέλι το [ambéli] Ο44 : 1.φυτό που ευδοκιμεί σε μεσογειακά κλίματα και που καρπός του είναι το σταφύλι· κλήμα: H καλλιέργεια του αμπελιού ξεκινά κατά τη νεολιθική εποχή. 2. έκταση γης φυτεμένης με κλήματα: Σκάβω το ~. ΦΡ πήγε σαν το σκυλί* στ΄ ~. ξέφραγο* ~. ΠAΡ Άφραγο* ~ ο καθένας το τρυγά. || (επέκτ.) τα κλήματα ενός αμπελιού: Kλαδεύω / φυτεύω / τρυγώ / ραντίζω το ~. Ξεράθηκε το ~.
αμπελάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. αμπέλι(ν) < αρχ. ἀμπέλιον υποκορ. του ἄμπελος `κλή μα΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.)]
- αμπέλι το,
- βλ. αμπέλιον.
- αμπέλι [ambéli] το,
- ① grape vine, Vitis vinifera (syn αμπελιά 1, L άμπελος 1, αμπελόκλημα, κλήμα, κούρβουλο, φυτό) region. (Aigina, Tinos, Chios etc):
- έδωσε της κόρης του προίκα εκατό αμπέλια
- ② vineyard (syn άμπελος 2, αμπελώνας 1):
- δουλεύω, κλαδεύω, σκάβω, τρυγάω, φυτεύω ~ |
- idiom phr πάει (or πήγε or θα πάει) σαν το σκυλί στ' ~ is (was, will be) killed and no punishment is inflicted on the killer (or the latter is unknown) |
- έλα, παππού, να σου δείξω τ' αμπέλια σου! s.o. is so naive as to try to tell other people what they know better |
- gnom παλιό τ' ~, το κρασί λίγο |
- prov από μικρός εφύτευεν ο φρόνιμος ~ good works take a lot of time but are in the end rewarded |
- τ' ~ θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη (Venizelos) |
- folks. της τάζω αμπέλια ατρύγητα μ' όλους τους τρυγητάδες (DPetrop) |
- poem στ' ~ η κόρη κάθεται και παίζει με τ' αρνί της (Solom)
[fr ByzG, MG αμπέλιν (in doc. 1143 AD) ← AG, K ἀμπέλιον, dimin of ἄμπελος]
- ① grape vine, Vitis vinifera (syn αμπελιά 1, L άμπελος 1, αμπελόκλημα, κλήμα, κούρβουλο, φυτό) region. (Aigina, Tinos, Chios etc):
- αμπελιά [ambeljá] η, (sp. also αμπελειά) region. (Sterea,
- Cycl, Cypr etc)
- ① vine (syn in αμπέλι 1):
- ένα αμπέλι με εκατό αμπελιές
- ② area formerly a vineyard (syn αμπελότοπος 1b, αλλοτινή αμπελοφυτεία):
- ο τόπος τούτος ήταν ~
[fr AG ἀμπελεία]
- αμπελιάτικο [ambeljátiko] το, region. (Sterea,
- Peloponn, Cycl)
- ① pay of vineyard warden
- ② pl αμπελιάτικα τα, wages for vineyard workers:
- πλήρωσα πολλά αμπελιάτικα και δε συμφέρει
- ③ sg or pl, tax on vineyards:
- ως προς το κρασί ή τον μούστο εισέπραττε κατά στρέμμα το λεγόμενο ~ (Vacalop)
[der of αμπέλι w. suff -άτικο]
- αμπελίδα [ambelí∂a] η,
- ① bot various species of clematis (syn αγράμπελη, αγραμπελίδα)
- ② orn chatterer, Bohemian waxwing, Bombycilla garrula (syn αμπελοπούλι 3)
[fr AG ἀμπελίς 'young vine, vine plant' & name of singing bird]
- αμπελική η.
-
- Mεγάλο αμπέλι:
- ο ρήγας … εχάρισέν του … και δύο αμπελικές (Bουστρ. 1188).
[θηλ. του αρχ. επιθ. αμπελικός ως ουσ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mεγάλο αμπέλι:
- αμπελική [ambelicí] η, (& αμπελικιά) region.
- ① large vineyard (estate) (Athos):
- βρισκόμαστε μεταξύ της αμπελικιάς και του νεραντζώνα (Papatsonis)
- ② work in the vineyard (Crete), fig:
- poem Kύρη, καλά ξετέλεψες στη γης την άγια ~ σου (Kazantz Od 14.338)
[fr LMG αμπελική ← K (pap) ἀμπελική 'tax on vineyards', substantiv. f of AG adj ἀμπελικός]
- ① large vineyard (estate) (Athos):
- αμπελικός ο.
-
- Aυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του αμπελιού, αμπελουργός:
- ζημίαν ου κάμνω … τον αμπελικόν εις κτήμα ή εις σταφύλιν (Πουλολ. 514).
[αρσ. του αρχ. επιθ. αμπελικός ως ουσ. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Aυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του αμπελιού, αμπελουργός:
- αμπελικός [ambelikós] ο, region. (Athos,
- Maced, Crete etc)
- ① vinedresser (syn in αμπελουργός 1)
- ② vineyard warden (syn in αμπελοφύλακας):
- gnom ~ και κηπουρός τρεις μήνες η χαρά του (Crete)
- ⓐ field warden (syn δραγάτης) (Crete etc and Prevelakis):
- έκοψε μερικά μήλα ... Στην καλύβα βρήκε γεμάτο το σταμνί του αμπελικού, ποτίστηκε κλ (Prevelakis)
[fr MG αμπελικός 'vineyard dresser', substantiv. m of K adj ἀμπελικός]