Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάς ο [abás] Ο1 : χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν συνήθ. οι γεωργοί, οι ναυτικοί κτλ.
[τουρκ. aba (από τα αραβ.) -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπάς ο· αμπά η.
-
- Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα:
- φορούν πλατιές αμπάδες (Aπόκοπ. 187).
[<τουρκ. aba. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάς [ambás] (& [abás]) ο,
- ① coarse woolen fabric made of camel's or goat's hair, drugget, aba (syn σαγιάκι):
- folkt ένα σκουφάκι άσπρο από αμπά (Loukatos)
- ② winter overcoat made of aba cloth (syn γαμπάς):
- φορεί τον αμπά και είναι ζεστός |
- prov και γι' αυτά σου και γι' αυτά σου, | έχει ψείρες ο ~ σου (Venizelos) |
- folkt αρπάζει τον αμπά του (Loukatos) |
- από τους ραγιάδες έπαιρναν χρήματα και για τον κόκκινο αμπά των στρατολογημένων, που τον κατασκεύαζαν οι Eβραίοι της Θεσσαλονίκης (Vacalop)
[fr LMG αμπάς w. sense 1 ← Turk aba 'id.']
- ① coarse woolen fabric made of camel's or goat's hair, drugget, aba (syn σαγιάκι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασάδα [ambasá∂α] (& [abasá∂a]) η, region. (Cycl, Crete)
- minor and easy work or service, errand (syn δουλειά, θέλημα):
- κάμε μου, να σε χαρώ, μιαν ~ |
- θα σε στείλω σε μιαν ~
[fr LMG αμπασάδα ← Ven ambassada ← It ambasciata]
- minor and easy work or service, errand (syn δουλειά, θέλημα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασαδόρος [ambasa∂óros] (& [abasa∂óros]) ο, region. (IonIsl,
- Cycl, Crete) one sent on errands, errand boy, performer of orders, messenger (syn θεληματάρης):
- ήρθε ~ και το 'πε |
- -τι; ~ σου είμ' εγώ; |
- gnom ο ~ ξυλιές δεν τρώει a person carrying instructions is not responsible for them
[fr LMG αμπασαδόρος ← Ven ambassador ← It ambasciatore]
- Cycl, Crete) one sent on errands, errand boy, performer of orders, messenger (syn θεληματάρης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασακόστα [abasakósta] η, naut
- flat coast, beach
[fr It abbassa costa]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασιαντόρος [ambasjadóros] ο, (& αμπασιαδόρος) obsol (used
- during Turkokratia) ambassador, envoy (syn πρεσβευτής, πρέσβυς, πληρεξούσιος, απεσταλμένος):
- ο ~ της Iγγλετέρας πέρασε μέσα (Petsalis) |
- αναγκάστηκε να πάει αυτοπρόσωπος ο αμπασιαδόρος της Aγγλοβρεταννίας να δει το Mέγα βεζίρη (id.)
[fr MG αμπασιαδόρος, αμπασαδόρος ← It ambasciatore & Ven ambassador]
- during Turkokratia) ambassador, envoy (syn πρεσβευτής, πρέσβυς, πληρεξούσιος, απεσταλμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπάσιος, αμπάσος, επίθ.,
- βλ. αμπάσσος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάσο [abáso] το,
- small net (Syros).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασογάμπια [abasoγámbia] η, (& αμπασογάπια) naut
- lower topsail:
- όπως από φωτιά στις καλαμιές σηκώνονται κολόνες οι καπνοί, έτσι κολόνες ανέβαιναν από τη θάλασσα στον ουρανό, πυκνό και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την ~ του καταρτιού μας (Karkavitsas)
[cpd of αμπάσος & γάμπια 'top; topsail']
- lower topsail: