Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάρωμα το [ambároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμπαρώνω, το κλείσιμο με αμπάρα και με επέκταση το ερμητικό κλείσιμο.
[αμπαρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάρωμα [ambároma] το, (& region. μπάρωμα)
- shutting (of door etc) w. a bar, barring, bolting (syn μαντάλωμα):
- ~ της πόρτας, του ντουλαπιού, του σεντουκιού |
- το ~ της πόρτας με τις καρέκλες (Ouranis)
[der of αμπαρώνω]
- shutting (of door etc) w. a bar, barring, bolting (syn μαντάλωμα):