Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάριζα η [ambáriza] Ο27α : ομαδικό παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου· σκλαβάκια: Όταν ήμασταν μικροί, παίζαμε ~. (έκφρ.) παίρνω ~: α. παρασύρω στο διάβα μου. β. αναζητώ κτ. επίμονα πηγαίνοντας παντού χωρίς διάκριση, παίρνω με τη σειρά το ένα μετά το άλλο· ΣYN έκφρ. παίρνω σβάρνα.
[ίσως αλβ. ambares(e) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάριζα [ambáriza] η, (& region. αμπάρεζα)
- ① gym prisoner's base, chivy (syn in αμπάρα 3):
- παίζουμε την ~ |
- ήταν ακόμα μαθητούδι κ' έπαιζε ~ (Terzakis) |
- ακούς στο δρόμο φωνές παιδιών που παίζουνε ~ και ξυλίκι (Gritsi-M)
- ② journ scoop, lead, tip (syn ξεκίνημα):
- πάρε ~ κι άρχισε
[fr LMG αμπάριζα ← Alb ambarreze f. (game) 'horsemen, pick-a-back']
- ① gym prisoner's base, chivy (syn in αμπάρα 3):