Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάρι το [ambári] Ο44 : 1.ειδικός χώρος στο κύτος του πλοίου που χρησιμεύει για αποθήκη: Tο ~ γέμισε νερά. Tαξίδεψε κρυφά μέσα στ΄ ~. 2. (παρωχ.) αποθήκη καρπών, και κυρίως σιτηρών.
[τουρκ. ambar (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπάρι το.
-
- Αποθήκη όπου φυλάγονται δημητριακά:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. γ´ 17).
[<τουρκ. ambar. Η λ. στο Du Cange App. (‑ια) και σήμ.]
- Αποθήκη όπου φυλάγονται δημητριακά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάρι [ambári] το,
- ① bin for grain, granary, and storeroom for flour and foodstuffs (syn αποθήκη, specif σιταποθήκη):
- αμπάρια και κασέλες |
- ένα ~ γεμάτο γέννημα, καρπό, σιτάρι, αλεύρι κλ |
- έχω γέννημα στ' ~ |
- αδειάζω (γεμίζω) τ' ~ |
- idiom phr η κοιλιά του είναι ~ he is insatiate and voracious |
- gnom η εγκράτεια βάζει ξύλα στη φωτιά, τρόφιμα στην αποθήκη, αλεύρι στ' ~ κλ (Vrettakos) |
- prov phr τ' αδειανό βαγένι και τ' άδειο ~ φίλο δεν πιάνει none becomes a poor person's friend |
- τα κελάρια και τ' αμπάρια του ζωθροφίζανε την Eπανάσταση (Prevelakis) |
- folks. να 'χουν γελάδες εκατό κι αμπάρια φορτωμένα (NPolitis) |
- το ψωμί 'ναι στο ~ | και ας πάει ναν το πάρει (Theros)
- ② naut, ship hold (of ship), cargo deck (syn L το κύτος):
- το ~ της βάρκας, του καϊκιού, του πλοίου |
- μπροστινό οr πλωριό ~ or ~ της πλώρης fore hold |
- πρυμιό ~ aft hold |
- ~ των ψαριών fish hold |
- ~ εκατό τόνων |
- στο ~ under hatches |
- τα εμπορεύματα στ' ~ the goods in the hold |
- τον βάλαν κάτω στο ~ |
- κοιμήθηκε το παιδί μες στ' ~ |
- ήταν σκοτάδι κάτω στ' ~ |
- κουβαλούσαν μέσα στ' αμπάρια τους τις πολύτιμες κινέζικες πραμάτειες - μεταξωτά κλ (Kazantz) |
- το καΐκι θα πάρει το φορτίο κρυμμένο στ' ~ (Terzakis) |
- η κουβέρτα έκλεινε καλά αποπάνω, ώστε να μην μπορούν να μπουν τα κύματα στο ~ (Karagatsis) |
- βρίσκονταν στριμωγμένοι στ' ~ του καραβιού, ανάμεσα σε κοφίνια (Petsalis) |
- poem σα μια φρεγάδα που καρπό φορτώνει όλο τ' ~ (Sikel) |
- είναι και τα καράβια που τους ταξιδεύουν | ολόρθους σα μπαλσαμωμένους δεσποτάδες | μέσα στ' αμπάρια (Seferis)
[fr LMG (Du Cange αμπάρι) ← Turk ambar (fr Arab) bes L enbar (this fr Pers)]
- ① bin for grain, granary, and storeroom for flour and foodstuffs (syn αποθήκη, specif σιταποθήκη):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπαριάζω [ambarjázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ στ΄ αμπάρια του πλοίου εμπορεύματα τα οποία σκοπεύω να μεταφέρω: Aμπάριασε όλο το εμπόρευμα.
[αμπάρ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαριάζω [ambarjázo] region. (IonIsl,
- Epir, Maced, Thrace, Sterea, Peloponn, Crete, Chios etc)
- ① store up (syn αποθηκεύω, βάζω σε αμπάρι):
- αμπάριασε εφέτος πολύ γέννημα, αραποσίτι κλ
- ② naut put down in the hold (of the ship) goods (to be carried as cargo)
[der of αμπάρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάριασμα το [ambárjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμπαριάζω, η αποθήκευση εμπορευμάτων στ΄ αμπάρια του πλοίου: Ο καπετάνιος επιστατούσε στο ~.
[αμπαριασ- (αμπαριάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάριασμα [ambárjazma] το, region. (Epir,
- Sterea etc)
- ① storing up (in a bin), of cereals:
- τελειώσαμε και τ' ~ του αραποσιτιού, και του χρόνου!
- ② naut putting (goods as cargo) down in the hold
[der of αμπαριάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάριζα η [ambáriza] Ο27α : ομαδικό παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου· σκλαβάκια: Όταν ήμασταν μικροί, παίζαμε ~. (έκφρ.) παίρνω ~: α. παρασύρω στο διάβα μου. β. αναζητώ κτ. επίμονα πηγαίνοντας παντού χωρίς διάκριση, παίρνω με τη σειρά το ένα μετά το άλλο· ΣYN έκφρ. παίρνω σβάρνα.
[ίσως αλβ. ambares(e) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάριζα [ambáriza] η, (& region. αμπάρεζα)
- ① gym prisoner's base, chivy (syn in αμπάρα 3):
- παίζουμε την ~ |
- ήταν ακόμα μαθητούδι κ' έπαιζε ~ (Terzakis) |
- ακούς στο δρόμο φωνές παιδιών που παίζουνε ~ και ξυλίκι (Gritsi-M)
- ② journ scoop, lead, tip (syn ξεκίνημα):
- πάρε ~ κι άρχισε
[fr LMG αμπάριζα ← Alb ambarreze f. (game) 'horsemen, pick-a-back']
- ① gym prisoner's base, chivy (syn in αμπάρα 3):
[Λεξικό Κριαρά]
- άμπαρις η· άμπαρη.
-
- Aρωματική ουσία:
- εκαπνίζουνταν παντοίων λογίων μυρίσματα … άμπαριν και ξυλαλοές (Διγ. Άνδρ. 37516).
[<ουσ. άμπαρ + κατάλ. ‑ις (LBG, λ. άμβαρ)]
- Aρωματική ουσία: