Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάρα η [ambára] Ο25 : ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός, χοντρός σύρτης που τοποθετείται εγκάρσια στο εσωτερικό της εξώπορτας ή αυλόπορτας, συνήθ. των χωριάτικων σπιτιών, για ασφάλεια: Bάζω / βγάζω / τραβώ την ~. Έβαλε διπλές αμπάρες.
[μσν. αμπάρα < ιταλ. barra με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ba > miaba > mi-aba] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπάρα η· μπάρα.
-
- 1) Mοχλός με τον οποίο κλείνονται από μέσα οι πόρτες:
- να κάμεις αμπάρες ξύλα εδρινά πέντε (Πεντ. Έξ. XXVI 26).
- 2) (Στον πληθ.) παιδικό παιγνίδι, η αμπάριζα:
- Ωσάν παιγνίδιν παίζομεν, τό λέγουσιν αμπάρες (Xρον. Mορ. H 5395).
[<ιταλ. barra. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Mοχλός με τον οποίο κλείνονται από μέσα οι πόρτες:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάρα [ambára] (& region. [abára]) η, (& μπάρα)
- ① bolt, bar, crossbar (syn καδινάτσο, μάνταλος, περάτης, σίδερο, σύρτης):
- ξύλινη ~ |
- ~ ασφαλείας safety bolt |
- βάζω την ~ (syn αμπαρώνω) βγάζω την ~ (syn ξαμπαρώνω) |
- ανοίγω την ~ |
- σέρνω τη σιδερένια ~ |
- τραβώ την ~ να κλείσει η πόρτα |
- έβγαλα τις αμπάρες από τις σιδερένιες πόρτες |
- η παπαδιά κ' η κοπέλα έκλειναν τη μεγάλη ~ της αυλής κι αμολούσαν το σκύλο (Dloukop) |
- ανέβηκε στο κελί του κι άκουσε την μπάρα να κλειδώνει πίσω του (Bastias) |
- ειδοποιημένοι είχαν φροντίσει κιόλας με τις αμπάρες τις πόρτες ν' ασφαλίσουν (Koumantareas) |
- οι καταπακτές στερεώνονταν καλά με κλειδαριές και με αμπάρες (Roussos) |
- folks. θα βάλω δυόσμο κλειδωνιά και καρυοφύλλι ~ (DPetrop) |
- rembetikο ετραβήξαν τις αμπάρες, έτριξε η κλειδαριά (IPetrop) |
- poem χτυπάει, χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες (Elytis)
- ② naut T-shaped iron slip rod
- ⓐ iron lever 1.5 m long (syn λοστός)
- ③ ~ (& μπάρα) or pl αμπάρες οι, gym prisoner's base (syn αμπάριζα 1, σκλαβάκια):
- παίζουμε την ~ |
- τα παιδιά έπαιζαν τις αμπάρες |
- idiom phr τις αμπάρες θα παίξουμε; let us be serious
[fr MG αμπάρα (Chron, Mor. H 5395) ← μπάρα, this fr It barra]
- ① bolt, bar, crossbar (syn καδινάτσο, μάνταλος, περάτης, σίδερο, σύρτης):