Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπάλωτος -η -ο [abálotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν μπαλώσει, που δεν είναι μπαλωμένος: Aμπάλωτα ρούχα / παπούτσια. Οι κάλτσες του είναι αμπάλωτες. || (επέκτ.) για κπ. που φορά αμπάλωτα ρούχα ή παπούτσια: Kυκλοφορεί συνήθως ~ και κουρελής. 2. (μτφ., προφ.) για κπ. που δεν τακτοποιήθηκε, που δε βολεύτηκε ή που δεν ωφελήθηκε από μια προσφορά: Δεν έμεινε κανείς ~.
[α- 1 μπαλώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπάλωτος, -η, -ο [abálotos] (& region. αμπάλωγος)
- ① unpatched, unmended, not repaired (ant μπαλωμένος):
- αμπάλωτα παπούτσια uncobbled shoes |
- αμπάλωτο πουκάμισο, ρούχο, παλτό |
- κάλτσες αμπάλωτες undarned stockings or socks
- ⓐ whose clothing is not repaired:
- ~ γυρίζω |
- αμπάλωτα παιδιά
- ② fig not having been set in order, not having profited (financially or otherwise) (near-syn ατακτοποίητος):
- δε θα μείνεις ~, σου υπόσχομαι, κάτι θα γίνει |
- δε διορίστηκε, είναι ~ ακόμη |
- όλοι μπαλωθήκαμε από φαΐ, εσύ μονάχα έμεινες ~
- ⓑ unjustified or unjustifiable (syn αδικαιολόγητος):
- αμπάλωτο ψέμα an unjustifiable lie
- ⓒ unconcealed, not covered up (syn L ασυγκάλυπτος):
- αμπάλωτο φταίξιμο, αμπάλωτο σκάνδαλο |
- αμπάλωτη κατάσταση
[fr LMG αμπάλωτος (Somavera), cpd w. μπαλωτός: μπαλώνω]
- ① unpatched, unmended, not repaired (ant μπαλωμένος):