Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορόζα1 [amoróza] η, (& μορόζα & region. αμορούντζα) obsolesc
- sweetheart, mistress (syn αγαπητικιά, ερωμένη, μαιτρέσα, φιλενάδα):
- συζεί με την ~ του |
- παντρεμένος με παιδιά κ' έχει ~ |
- παίρνει την γυναίκα (του Παλάσκα) μορόζα (Makryg) |
- έσερνε δυο τρεις μορόζες από κοντά (NLoykop) |
- poem κ' είμαι γυναίκα σου ή μορόζα σου είμαι τάχα (Rotas) |
- του τάξαμε αμορούντζες, | ένα ηφαίστειο μελαγχολικό, | τη Mέδουσα κλ (Decavalles)
[fr MG αμορόζα ← It amorosa 'id']
- sweetheart, mistress (syn αγαπητικιά, ερωμένη, μαιτρέσα, φιλενάδα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορόζα2 [amoróza] η, (& μορόζα) naut
- head earing, reef earing (syn kath ακροδέα):
- δένω (or περνώ or πιάνω) την ~ pass the head earing (syn kath ακροδετώ τα ιστία) |
- πιάσ' το με ~
[fr It, Ven borosa w. change of b- into m- in It; cf borosa, borusi (pl), barrusi, bauza (fr *baruza) bes moriza & -e, muriza & -e]
- head earing, reef earing (syn kath ακροδέα):