Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμορφωσιά η [amorfosxá] Ο24 : 1.η έλλειψη μόρφωσης: Οι τσαρλατάνοι εκμεταλλεύονται την ~ του κόσμου. || η ελλιπής μόρφωση. 2. η έλλειψη καλλιέργειας, αγωγής, καλών τρόπων.
[α- 1 μόρφωσ(η) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορφωσιά [amorfosjá] η,
- lack of education (syn αμάθεια, L απαιδευσία, ant μόρφωση, L παίδευση):
- κατηγορούν την ~ των νέων |
- ~ αιώνων |
- ~ και πνευματική καθυστέρηση |
- ~ και αντίδραση |
- εκατομμύρια ανθρώπων κρατούνται στην άγνοια και την ~ |
- η ημιμάθεια είναι πάντα χειρότερη από τη χειρότερη ~ (Panagiotop) |
- μορφωμένοι μοναχοί στιγματίζουν την ~ των ιερέων και ιδίως των αρχιερέων (Vacalop) |
- ο Λασκαράτος φόρτωσε στη ράχη του κλήρου όλες τις αμαρτίες της αμορφωσιάς του λαού (Melas) |
- η άγια τριάδα της πρώτης αθηναϊκής σχολής ήταν η ~, η φτήνεια του στοχασμού και του αισθήματος κ' η απομουμιωμένη καθαρεύουσα (id.)
[fr MG *αμορφωσία, cpd of α- & μορφώσω: μορφώνω (bes adj αμόρφωτος); cf αμελετησία, αμεριμνησία etc]
- lack of education (syn αμάθεια, L απαιδευσία, ant μόρφωση, L παίδευση):