Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμορφία η [amorfía] Ο25 : η έλλειψη, η απουσία συγκεκριμένου σχήματος, μορφής.
[λόγ. < ελνστ. ἀμορφία, αρχ. σημ.: `ασχήμια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορφία [amorfía] η, (L)
- formlessness, shapelessness (syn άμορφο):
- η πόλη αυτή έχει ~ |
- η πεζή ~ της λαλούμενης γλώσσας |
- τι είναι μορφή και ~, ρυθμός και αρρυθμία για τον εξπρεσιονισμό; είναι ζητήματα και φροντίδες της παλιάς τέχνης (Athanasiadis-N) |
- μόνο πυκνό αυτόφυτο δάσος ... μπορεί να συγκριθεί με τη γερμανική ~ (Papantoniou) |
- η ~ είναι έλλειψη, ατέλεια ωριμότητας (Tsatsos) |
- η ~ είναι (το) μη είναι (Theodorakop) |
- η τέχνη είναι τραγική πόλη με την ~ (id.) |
- ο κόσμος προτού εμψυχωθεί από τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο παρά χάος, ~ και απόλυτη αδιαφορία (id.) |
- κάτω από την επιφανειακή γαλήνη του Πλάτωνα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει το σκοτεινό χάος, που απειλητικά τον κυκλώνει με την ~ του και την αστάθειά του (Andronikos) |
- η ποιητική πράξη αποβαίνει μια λειτουργία για να εξουσιαστούν τ' αναρίθμητα βιώματα του ποιητή και να σωθούν από την ~ (Prevelakis)
[fr K, PatrG ἀμορφία ← AG]
- formlessness, shapelessness (syn άμορφο):