Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμορτισέρ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμορτισέρ το [amortisér] Ο (άκλ.) : εξάρτημα μηχανών, ιδίως αυτοκινήτων, με το οποίο πετυχαίνεται η ελάττωση των κραδασμών και η απόσβεση των ταλαντώσεων· αποσβεστήρας ταλαντώσεων: Tηλεσκοπικό ~.

[λόγ. < γαλλ. amortisseur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμορτισέρ [amortisér] το, indecl, car etc
  • shock absorber, Br damper (kath αναρροφητής [δονήσεων], αποσβεστήρ [κραδασμών], χαλινωτήριον):
    • ~ κινητήρα |
    • ~ του λαδιού oil dash-pot |
    • υδραυλικά ~ |
    • το σύστημα αντιστηρίξεως αποτελούν οι σούστες (ελατήρια), τ' ~ και οι τροχοί (Vardakos)

[fr Fr amortisseur 'id']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες