Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοραλισμός ο [amoralizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η άρνηση της καθολικής ισχύος των ηθικών αξιών, η κριτική αναίρεση και απόρριψη των ηθικών κανόνων. || απουσία ηθικών αρχών.
[λόγ. < γαλλ. amoralisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοραλισμός [amoralizmós] ο,
- ① philos rejection of any system of ethics, amoralism:
- γλωσσικός ~, πολιτικός ~ |
- ο ~ της διπλωματίας του δείνα (Tsirpanlis) |
- ο Λόγος παρουσιάζεται καταλυτής των αξιών μέσα στον αμοραλισμό των Σοφιστών (Papanoutsos) |
- δε θα μπορέσει βέβαια ν' αντλήσει από τον αμοραλισμό του τίποτα άλλο παρά πράξεις ανεύθυνες (Prevelakis) |
- διά του αμοραλισμού μου κατέκτησα την ελευθερία μου (IPetrop)
- ② amorality (syn αμοραλιτέ):
- ο ~ απλώνεται στην ηθική συνείδηση και την κάνει ν' αδρανεί (Papanoutsos) |
- το σπουδαιότερο μήνυμα του Kαραγκιόζη μπροστά στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής είναι, θαρρώ, ο αντιστασιακός ~ του και το αιώνιο κέφι του (Ioannou, Karangiozis).
- ① philos rejection of any system of ethics, amoralism: