Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμολώ [amoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) 1α. αφήνω κτ. ελεύθερο, χαλαρώνοντας ή λύνοντας τα δεσμά του: Ο καβαλάρης αμόλησε τα γκέμια. Πάμε να αμολήσουμε το χαρταετό μας. || ~ το σκοινί / το παλαμάρι, το χαλαρώνω. Aμολάω την καλούμπα και ως ΦΡ αμόλα καλούμπα*. β. εξαπολύω, ρίχνω κτ. εναντίον κάποιου: Σήμερα έρχεται το αεροπλάνο και σου αμολά μια βόμβα
Θα σου αμολήσω μια σφαλιάρα! ΦΡ αμολάω μελάνη*. 2. ξαμολώ. α. αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί: Aμόλησε το σκύλο του. β. αφήνω κπ. ελεύθερο, χωρίς περιορισμούς, επιτήρηση ή έλεγχο: Έχει τα κορίτσια του αμολημένα. Πού τον αμόλησες το γιο σου; || Είχε τα ζώα αμολημένα στη βοσκή, ελεύθερα. || Nα μην αμολάς τη γλώσσα σου, να μη φλυαρείς. Aμόλησε μια κοτσάνα. Aμόλησε μια (πορδή). γ. φεύγω βιαστικά, συνήθ. για συγκεκριμένο και επείγοντα λόγο: Aμόλα απ΄ εδώ! Aμολήσου γρήγορα και μην περιμένεις. || Aμολήθηκε για δουλειά, για να βρει δουλειά.
[βεν. mola (προστ. του molar `χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμολώ [amoló] &, μολάω & μολώ & μολάω, imper αμόλα, μόλα (these
- also of αμολάρω), prp αμολώντας, ipf αμολούσα, αμόλαγα, aor αμόλησα (sp. also αμόλυσα), imper αμόλησε; mi αμολιέμαι, ipf αμολιόμουνα, aor αμολήθηκα (sp. also αμολύθηκα), subj αμοληθώ (sp. also αμολυθώ), imper αμολήσου (αμολύσου), ppp αμολημένος (αμολυμένος)
- Ⓐ trans let loose, slacken, untie (a knot or a thing) (syn αμολάρω A1):
- αμόλησε το σκοινί, το σύρμα |
- ~ την άγκυρα |
- ~ τα ξάρτια let out the rigging |
- αμολήσαμε τα πανιά |
- αμόλησε το καΐκι από το μόλο |
- αμόλησε τη βάρκα να φύγουμε |
- αμόλησε το ζουνάρι του (για καβγά) has a chip on his shoulder |
- αμολάω τα χαλινάρια (του αλόγου) slacken the rein, give free rein |
- ο έφηβος αμολάει το χάρτινο αετό του |
- μην αμολήσεις τον αϊτό σου
- ① let slip, release, free, unleash:
- αμόλα τον να φύγει |
- αμολάω το σκυλί |
- ~ το σκύλο απάνω του set the dog on him |
- αμολούσαν απάνω τους τα λυκόσκυλα, για να τους ξεσκίσουν (Theotokas) |
- αμόλησα το μουλάρι να βοσκήσει |
- αμολήθηκε το άλογο |
- αμολούσαν μπουλούκια σφαγής να ξεκάνουν τον κόσμο |
- folkt κράτησε τα πουλάκια (στο κλουβί) κι αμόλησε τη μάνα τους (Megas)
- ⓐ leave unwatched (unsupervised), let one act at will (syn αφήνω ανεπιτήρητο):
- αμόλησε το παιδί του κ' έγινε αλάνης |
- αμολάει τη γλώσσα του και δεν ξέρει τι λέει
- ② set free, release, discharge, of persons bound to duty or of prisoners from prison (syn απολύω):
- ήρθε διαταγή να μας αμολήσουν |
- αμόλησαν τους φυλακισμένους για μικρά χρέη |
- ο πατέρας αμόλησε τις αργάτισσες ανάμεσα στα κλήματα (Panagiotop) |
- ο πασάς τού χάρισε τη ζωή και τον αμόλησε (Prevelakis)
- ⓑ dispatch, send (syn στέλνω):
- αμόλησε φρουρούς |
- αμολήθηκαν κι άλλοι αντάρτες, εκεί
- ⓒ issue, of order, proclamation, encyclical, demand etc (syn εξαπολύω):
- έστειλε να φέρουν τον επίσκοπο για τους γουμένους για ν' αμολήσουν μιαν απανταχούσα να καταδικάζουν το επαναστατημένο ποίμνιο (Prevelakis) |
- αμολούν μια διακήρυξη |
- αμολούσαν κατά διαστήματα και μια αξίωση εδαφική (Christidis) |
- poem τα λεφούσια αμολήσανε φετφάδες (Palam)
- ⓓ launch:
- σε λίγην ώρα ο Δάτης αμολάει επίθεση (Karagatsis)
- ③ release, drop, shoot, fire (syn ρίχνω):
- αμόλησε το χερόβολο |
- μου αμολάει ένα ντενεκέ |
- αμολάω μια βόμβα (or μπόμπα) drop a bomb |
- του αμολάω μια ριπή |
- αμολάνε τις τορπίλλες στα μουγγά (Psathas) |
- του αμόλησε μια σφαίρα στο κεφάλι και τον εσκότωσε |
- αμολάει την πρώτη ριξιά (sc μια χούφτα λάσπη) και συνέχεια τη δεύτερη (Geros) |
- τραβάει ένα συκοβάβουλο και το αμολάει στα μάτια του γενίτσαρου (Prevelakis)
- ④ let free, let flow region. & lit:
- αμόλα (or μόλα) το νερό να ποτίσομε αμόλα τη στέρνα |
- θα βρέξει! θ' αμολήσει τα νερά ο αφέντης ο Θεός (Prevelakis) |
- folks. για μόλα, δράκε, το νερό να πιουν τα διψασμένα (DPetrop) |
- poem να λυτρώθη η βρύση απ' το θεριό, το αθάνατο νερό αμολήθη (Kazantz Od 17.1295)
- ⑤ (let) pass, eject:
- idiom phr αμόλα μελάνι go fast, vanish (syn φύγε, γίνου άφαντος) |
- αμολάει πορδές (syn κλάνει, πορδίζει) |
- κάποιος αμόλησε έναν πόρδο or τον αμόλησε |
- όπου σταθεί τις αμολάει (sc τις πορδές) |
- τ' αμολά τα λόγια του he speaks unthinkingly, thoughtlessly
- ⑥ let out, slip, throw, issue, tell (syn αμολάρω):
- η καμπάνα αμολάει ήχους |
- αμολάει τη γλώσσα του |
- αμολάω μια ερώτηση, ένα χωρατό |
- αμολάει μια στριγγιά φωνή |
- αμολάω μια ψευτιά, μια κουταμάρα, μια βλαστήμια |
- αμόλησε τα γέλια or τα κλάματα |
- σου αμολά ο αντίθετος μια φράση αρχαία (Palaiologos) |
- του αμόλησε την άρνησή της (MGeorgiou = Bakalakis)
- Ⓑ intr αμολώ & mi αμολιέμαι hasten, rush, run (syn σπεύδω, τρέχω) region.:
- αμόλησε κατακεί he rushed that way |
- αμολήθηκε ο άνεμος, φυσομανάει (KPolitis) |
- αμολήθηκα στα εμπορικά για ψώνια |
- αμολήσου να πας να φέρεις τα βόδια, αμολήσου να τον προφτάσεις |
- αφήστε με ν' αμοληθώ σε κάμπους, βουνά και θάλασσες (Palaiologos) |
- αμολιέται σα βολίδα στην κατηφοριά (LAkritas) |
- poem ... γυρνώντας στο θρονί της | πάει και καθίζει, κι αμολήθηκαν εκείνοι οι δυό πετώντας (Homer Il 15.150 Kaz-Kakr)
[fr αμολάρω w. interference of region. απολώ - απολάω (fr απόλυσα by anal. ετίμησα: τιμώ, -άω) ← απολύω]
- Ⓐ trans let loose, slacken, untie (a knot or a thing) (syn αμολάρω A1):