Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμολάρω· αμολέρνω· μολέρνω· μτχ. παρκ. αμολαρμένος.
-
- 1) (Προκ. για αντικ.) αφήνω κ. να πέσει από το χέρι μου:
- ό,τι και αν εβαστούσα χάμαι τ’ αμολάρα (Λεηλ. Παροικ. 600).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) αφήνω κάπ. ελεύθερο:
- Φτερά να φόριες να πετάς, εγώ δεν σ’ αμολάρω (Aλφ. 1181).
- 3) (Προκ. για πολεμική ενέργεια) αφήνω να εκσφενδονιστεί, εκσφενδονίζω:
- τουφέκι δεν αμόλαραν, λουμπάρδα δεν εσύρα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 40020).
[<βεν. molar ή <ιταλ. mollare ή ammollare. T. μολάρω στο Somav. H λ. και σήμ. με διάφ. τ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για αντικ.) αφήνω κ. να πέσει από το χέρι μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμολάρω [amoláro] (& μολάρω & region. αμολέρνω & μολέρνω [IonIsl, Cycl, Crete, EGreece etc]) imper pr αμόλα, μόλα, aor αμόλαρα, μόλαρα, αμολάρισα, μολάρισα, εμολάρισα, subj μολάρω, ppp αμολαρισμένος, μολαρισμένος
- Ⓐ trans
- ① naut & otherwise let go, let loose, slacken (syn αφήνω [ελεύθερο], λασκάρω, χαλαρώνω):
- ~ το παλαμάρι, ~ το σκοινί |
- μολάρω την άγκυρα slip the anchor |
- μολάρω περ-όκιο strike off, slip the cable (cf It mollare per occhio) |
- μολάρισε περ-όκιο και γλήγορα |
- μολάρω τα κουπιά let go the oars |
- ~ τις μούδες let out the reefs |
- ~ τα πανιά heave out |
- ~ άκρη (sc of the rope) |
- ~ τη βάρκα |
- μόλα! let go (kath έα) |
- μόλα κάβο! let go the rope |
- άλα, μόλα γάμπια |
- ο καπετάνιος διάταξε να μολάρουνε τη γάμπια |
- άλααα, μολάρετε τρίγγο (Vlami) |
- μόλα τα χαλινάρια slacken the reins |
- folkt εγώ θα δεθώ με το σκοινί και να με μολάρετε κάτω (Megas) |
- ο Σουφράς δεν πρόλαβε να λύσει και ν' αμολάρει το σκοινί του γάντζου (Bastias)
- ② release, drop, fire (shots, cannon balls, rockets etc) (syn εκσφενδονίζω):
- καθώς μπαίνανε μέσα οι πασάδες κι ανεβαίναν, οι χριστιανοί αμολέρνανε μπάλες και τους επαίρναν· βρύσες τρέχανε τα αίματα (Petsalis) folks. άλλο ένα (sc μπουρλότο) της αμολάρουν (sc της πρύμνης) | και στην μπάντα την τακάρουν (Theros) |
- poem ... το πρώτο παλληκάρι, | που φαίνεται πως κατιτί από ρουκέτες ξέρει, | την πήρε από το Tζανή, για να την αμολάρει (Souris)
- ⓐ let slip out (syn αμολώ 7):
- ~ μια κουταμάρα let slip a foolish remark
- ③ free from a bond, set free, release (syn ελευθερώνω):
- τον αμολάρανε από τη φυλακή |
- ~ το σκύλο |
- αμολάρισε τον αϊτό σου release your kite |
- αμόλαρε το άλογο |
- folks. μόλα, Kώστα, το μαύρο σου, προς το Λιοντάρι σύρε (Amorgos [Theros])
- ④ let flow, of water stored up:
- αμόλα το νερό να ποτίσουμε |
- idiom phr τον αμόλαρε (sc τον πόρδο) he broke wind, farted |
- folks. κ' εγώ μολέρνω το νερό (var και να μολάρεις τα νερά) να πιουν τα διψασμένα (DPetrop); synecd open (the cistern) |
- μόλα τη στέρνα
- Ⓑ intr, naut set sail, sail away, clear harbor:
- αμόλαρε το βαπόρι the steamship sailed |
- folks. Mανόλαρε, Mανόλαρε, | πήρε ο βοριάς κι αμόλαρε |
- απόντας εμολάρισα δυο μίλι' από τη χώρα (Passow)
[fr MG αμολάρω (bes αμολέρνω) ← Ven molar, It mollare, ammolare; imper μόλα fr Ven mola, It molla]