Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβαιότητα η [amiveótita] Ο28 : 1.η ισχύς, η ύπαρξη μιας ιδιότητας στον ίδιο βαθμό σε δύο πρόσωπα: ~ αισθημάτων. || ανταπόδοση, ανταλλαγή. 2. στο διεθνές δίκαιο: Συνθήκη / όρος της αμοιβαιότητας, όρος που διέπει συγκεκριμένες διακρατικές σχέσεις και βασίζεται στην αρχή της ισότητας των κρατών.
[λόγ. αμοιβαί(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. réciprocité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβαιότητα [amiveótita] η, & L αμοιβαιότης, gen αμοιβαιότητος,
- reciprocity, mutuality (near-syn ανταπόδοση, ανταπόκριση):
- ~ αισθημάτων mutuality of feelings |
- η ~ είναι ο νόμος της αγάπης (Vrettakos) |
- ~ της ενέργειας, ~ της ευθύνης, ~ της βοήθειας |
- κοινωνική ~ και αλληλεγγύη |
- συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση αμοιβαιότητας μεταξύ "υλικού" και "πνευματικού" πολιτισμού κατά την ιστορική κίνησή τους (Papanoutsos) |
- τη συνεξάρτηση γενικά των ουσιών και την αμοιβαιότητά τους (Gemeinschaft) μας αποκαλύπτει a priori ο Λόγος (id.) |
- η ~ μπροστά στον κίνδυνο γίνεται περισσότερο φανερή στην πρώτη περίοδο του μαχητικού δημοτικισμού (Chatzinis)
[neol of 19th c., der of αμοιβαίος]
- reciprocity, mutuality (near-syn ανταπόδοση, ανταπόκριση):