Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβαδικός -ή -ό [amivaδikós] Ε1 : (ιατρ.) που οφείλεται σε αμοιβάδωση. || (ως ουσ.) ο αμοιβαδικός, που πάσχει από αμοιβάδωση.
[λόγ. αμοιβαδ- (δες αμοιβάδα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβαδικός, -ή, -ό [amiva∂ikós] (L) biol, med
- of or relating to the amoeba or amoebas, amebic:
- η ευτελής φλούδα που αιωρείται ανάμεσα στ' ανάερα και τα υγρά χάη μπορούσε να χωρέσει την αμοιβαδική μου ύπαρξη (Karagatsis)
[der of αμοιβάς]
- of or relating to the amoeba or amoebas, amebic: