Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβαίως [amivéos] adv (L)
- mutually, reciprocally, alternately (syn αμοιβαία):
- ~ αποκλειόμενα γεγονότα statistics, math mutually exclusive events |
- οι δυό φιλελεύθερες δυνάμεις συμπληρώνονται ~ (Athanasiadis-N) |
- τέχνη και σκέψη ανέκαθεν θεωρήθηκαν σαν αντίποδες, καταστάσεις ~ αποκλειόμενες (Dizikirikis)
[fr K ἀμοιβαίως 'alternately']
- mutually, reciprocally, alternately (syn αμοιβαία):