Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβαία [amivéa] adv
- in return, (with, to, from) one another, mutually, reciprocally (syn αμοιβαίως):
- αγαπιόμαστε ~ (syn αλληλαγαπιόμαστε) |
- δίνουν και λαβαίνουν ~ ο ένας από τον άλλον |
- τα δεδομένα των επιστημών αυτών επιβεβαιώνονται ~ |
- η ιστορία και ο μύθος της εποχής εκείνης φωτίζουν ~ το ένα το άλλο |
- στην εποχή αυτή (του Kant, Goethe, Schiller) φιλοσοφία και ποίηση ~ επηρεάζονται |
- με τη σύμβαση εταιρίας δύο ή περισσότεροι υποχρεώνονται ~ να επιδιώξουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό (Christidis AK) |
- οι μικροϊδιοκτήτες -αν και ελεύθεροι- ήταν μολαταύτα ~ αλληλέγγυοι ως προς την καταβολή του φόρου (Vacalop) |
- η οικονομική ανάπτυξη και η δημοκρατία ~ εξυπηρετούνται και στηρίζονται (IPesmazoglou) η έννοια των δύο ουσιών (του νου και του σώματος) είναι ότι η μία αρνείται ~ την άλλη, η μία αίρει την άλλη (Theodorakop) |
- η διαλεκτική εκφράζει την ιδιότυπη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ~ τιθέμενους όρους (Papanoutsos) |
- ένας διάλογος με το φίλο θα βοηθήσει και εμάς τους δύο ~, κάνοντάς μας πιο συγκεκριμένους και πιο βέβαιους στις θέσεις και στις αντιθέσεις μας (Tsatsos) |
- οι πίθηκοι συνεργάζονται ατελέστατα μεταξύ τους και συχνά παρενοχλούνται ~ (Moustoxydis)
[der of αμοιβαίος]
- in return, (with, to, from) one another, mutually, reciprocally (syn αμοιβαίως):