Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβή η [amiví] Ο29 : οτιδήποτε προσφέρεται ως αντάλλαγμα για μια υπηρεσία, εκδούλευση, επίδοση σε κπ. τομέα (χρήματα, βραβείο, παράσημο, έπαινος κτλ.): Yπόσχομαι / προσφέρω ~. Δίκαιη / υλική / ηθική ~. Συμφωνήσατε στην ~;, πληρωμή. Aυτή λοιπόν ήταν η ~ για τους κόπους μας; || (ειρ.): Είχε την ~ που του άξιζε.
[λόγ. < αρχ. ἀμοιβή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμοιβή η· ’μοιβή.
-
- Αμοιβή:
- (Kορων., Mπούας 45).
[αρχ. ουσ. αμοιβή. Η λ. και σήμ.]
- Αμοιβή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβή1 [amiví] η,
- ① reward, moral recognition (syn αναγνώριση, ανταμοιβή,:
- ηθική ~ (έπαινος, παράσημο, μετάλλιο, προαγωγή κλ) recognition (praise, decoration, medal, promotion etc) |
- έμεινε χωρίς ~ he was left unrewarded |
- διεκρίθη και έλαβε πολλές αμοιβές και τιμές |
- ~ για τις προσπάθειές του |
- ξόδεψαν με απεριόριστη γενναιοδωρία το καλύτερο, το πολυτιμότερο μέρος του εαυτού τους για την προκοπή του Eλληνισμού, χωρίς να περιμένουν καμιάν απολύτως ~ (Theotokas)
- ② emoluments, remuneration, recompense, compensation in money, payment, pay, either as salary or fee (honorarium) (syn αντιμισθία 1;:
- εργασία για ~ (L έναντι αμοιβής) work for pay |
- ~ εργαζομένου pay, daily wage for a working person |
- ~ υπαλλήλου (or μισθωτού) salary of an employee (or of a salaried person) |
- ~ για επικίνδυνη εργασία danger money |
- ~ γιατρού, δικηγόρου κλ fee, e.g η συνηθισμένη ~ του ειδικού γιατρού για μια επίσκεψη είναι χίλιες δραχμές |
- δεκαπέντε χιλιάδες το μήνα ήταν μυθική ~ θεατρίνου για κείνο τον καιρό (Xenop) |
- εισπράττω την ~ μου |
- μικρή ~ pittance (as pay) |
- οι υπάλληλοι λαμβάνουν ανεπαρκή ~
[fr MG αμοιβή ← K, PatrG ἀμοιβή ← AG]
- ① reward, moral recognition (syn αναγνώριση, ανταμοιβή,:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβή2 [amiví] η, (L) zoo
- amoeba, ameba (syn αμοιβάδα 1)
[ultimately of same origin as αμοιβή1]