Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβάδωση η [amiváδosi] Ο33 : (ιατρ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό και χαρακτηρίζεται κυρίως από δυσεντερία· οι αμοιβάδες.
[λόγ. αμοιβαδ- (δες αμοιβάδα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. amibiase]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβάδωση [amivá∂osi] η, & αμοιβάδωσις, gen αμοιβαδώσεως (L) med
- amebic dysentery, amebiasis:
- (syn in αμοιβάδα 2) από τα νοσήματα που παράγονται από μολυσμένα τρόφιμα και μολυσμένο νερό είναι ο κοιλιακός τύφος, η δυσεντερία, η ~ (Saratsis)
[der of αμοιβάς w. suff -ωσις]
- amebic dysentery, amebiasis: