Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιβάδα η [amiváδa] Ο26 : 1.μονοκύτταρο πρωτόζωο της τάξης των αμοιβαδοειδών, το οποίο ζει στο νερό ή σε υγρά μέρη και μετακινείται με ψευδοπόδια. 2. (πληθ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό· αμοιβάδωση.
[λόγ. αντδ. αμοιβ(άς) -άδα < αγγλ. amoeba (πληθ. amoebas που θεωρήθηκε θηλ. εν.) < νλατ. amoeba < αρχ. ἀμοιβή, στη σημ.: `εναλλαγή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιβάδα [amivá∂a] η, (L)
- ① zoo amoeba, ameba:
- η εξέλιξη ονομάζει και εξηγεί τη μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη μέσα στην ίδια κατάσταση, π.χ. από την ~ στον πίθηκο διαμέσου μιας μακράς σειράς έμβιων όντων (Papanoutsos) |
- είμαι ζωική ύπαρξη σαν όλες τις ζωϊκές υπάρξεις |
- σαν το πουρνάρι ... την ~, το βάτραχο κλ (Karagatsis)
- ② pl αμοιβάδες οι, med amebic dysentery, amebiasis (syn αμοιβαδίαση, αμοιβάδωση):
- έχει ~, πάσχει από ~
[fr AG ἀμοιβάς adj f]
- ① zoo amoeba, ameba: