Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμοίραστος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για πράγματα) που δεν έχει μοιραστεί, αδιανέμητος:
- κλίματα αμοίραστα (Παράφρ. Xων. 788).
- 2) (Προκ. για πρόσωπα) που δεν έκαμε μοιρασιά, διανομή περιουσίας:
- Περί αμοιράστων αδελφών (Bακτ. αρχιερ. 137).
[<στερ. α‑ + μοιράζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πράγματα) που δεν έχει μοιραστεί, αδιανέμητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοίραστος -η -ο [amírastos] Ε5 : (προφ.) αδιανέμητος: Έχουν αμοίραστη την περιουσία τους.
αμοίραστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 μοιρασ- (μοιράζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοίραστος, -η, -ο [amírastos] (& less freq αμοίραγος)
- ① undivided, unportioned, undistributed (syn in αδιαμοίραστος):
- αμοίραστη περιουσία |
- βιός αμοίραστο δεν έχουμε |
- αμοίραστα αμπέλια, χωράφια, γιδοπρόβατα |
- κέρδη αμοίραστα (syn αδιανέμητα κ.) |
- η τούρτα είναι αμοίραστη |
- τα Kράκουρα τ' άφηκαν (οι διάβολοι) αμοίραστα κ' εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι (Karkavitsas) |
- ο ποιητής (sc ο Παλαμάς) θέλει κάτι αμοίραστο, όλον τον έρωτα ή όλο το μίσος ή όλη την καταφρόνια (Chourmouzios) |
- poem πεθαίνω· γύρω ελάτε οι κληρονόμοι | να μοιράσω τ' αμοίραστο το βιος μου (Palam)
- ② incapable of division and sharing, indivisible:
- το χωράφι από τη θέση του κοντά στο ποτάμι είναι αμοίραστο |
- χωρίς συνολική εκκαθάριση η επιχείρηση είναι αμοίραστη ψυχή, που με τις αισθήσεις και τα πάθη της μοιράζεται μέσα στις στιγμές του χρόνου, έχει μια ανώτερη μοίρα· ήτανε κάποτε ολάκερη κ' ήταν αμοίραστη από το χρόνο (Theodorakop)
[fr MG αμοίραστος, cpd w. μοιραστός (whence der μοιραστικός): μοιράζω]
- ① undivided, unportioned, undistributed (syn in αδιαμοίραστος):