Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμνησία η [amnisía] Ο25 : απώλεια της μνήμης, η οποία μπορεί να έχει οργανική (τραυματισμός, κόπωση, σοκ, αλκοολισμός, γηρατειά κτλ.) ή ψυχική αιτιολογία.
[λόγ. < ελνστ. ἀμνησία `ξεχασιά΄ σημδ. γαλλ. amnésie < ελνστ. ἀμνησία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμνησία [amnisía] η, med (pathol)
- loss of memory, amnesia:
- παθολογική ~ |
- σε θυμάμαι τόσο αυτές τις μέρες ύστερα από τόσα χρόνια λίθινης αμνησίας (Vrachimis)
- ⓐ forgetfulness (syn λήθη):
- η ιστορία αξίζει για κείνους που θέλουν να ζήσουν και δεν θέλουν να μείνουν στην ανωνυμία και στην ~ (Theodorakop) |
- η μνήμη εντείνεται και γίνεται γονιμότερη σε κάθε μεγάλη στροφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Aναγέννηση, Eποχή της θύελλας και της ορμής), οπότε οι ενθουσιαστικοί της φορείς φθάνουν ως τη δημιουργική ~ (id.) |
- ξέχασε ότι ήταν Mεγάλη Παρασκευή κ' έφαγε μπιφτέκι· ο δεισιδαίμων δεν πέφτει σε τέτοιες αμνησίες· συνεπώς ο Γ. δεν ήταν δεισιδαίμων (Karagatsis) |
- poem στα ρούχα μεταποιήθηκαν τα πέτα και οι κονκάρδες | - ο συρμός μάλλον φέτος κλίνει στην ~ (Axioti)
[fr K ἀμνησία]
- loss of memory, amnesia: