Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμνημόνευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνημόνευτος -η -ο [amnimóneftos] Ε5 : 1.που δε μνημονεύεται, που δεν αναφέρεται πουθενά: Aμνημόνευτα γεγονότα. Άφησε αμνημόνευτες τις πηγές των πληροφοριών του. (έκφρ.) προ / από αμνημονεύτων χρόνων / ετών, πριν από πάρα πολύ καιρό, ως αναφορά σε μια πολύ παλιά εποχή, συνήθ. σε σχήμα υπερβολής: Προ αμνημονεύτων χρόνων του δάνεισα ένα βιβλίο κι ακόμα να μου το γυρίσει. Tον είδα για τελευταία φορά προ αμνημονεύτων ετών. 2. που το όνομά του δε μνημονεύτηκε, δεν αναφέρθηκε από τον παπά στη λειτουργία ή σε άλλη εκκλησιαστική ακολουθία.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀμνημόνευτος· 2: μσν. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνημόνευτος, -η, -ο [amnimóneftos]
  • ① unmentioned, not indicated, not included:
    • αμνημόνευτα γεγονότα, αμνημόνευτα δεδομένα |
    • ορισμένα γεγονότα έμειναν αμνημόνευτα στην ιστορία or στο βιβλίο αυτό |
    • ο συγγραφέας άφησε πολλά ουσιώδη γεγονότα αμνημόνευτα |
    • δεν θ' αφήσω αμνημόνευτο το δρόμο που πηγαίνει στον Αϊ-Nικόλα (Panagiotop) |
    • δεν πρέπει να περάσει αμνημόνευτη η συμβολή του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (Dimaras) |
    • poem άδοξες κι αμνημόνευτες ανθούσαν στη ζωή τους, | ανώνυμες τις δέχτηκε ψυχές κ' η αιωνιότη (Athanas)
  • ⓐ eccl not mentioned by name by the officiating priest in a church service or other ceremony:
    • αμνημόνευτοι πεθαμένοι |
    • ο παπάς άφησε τον πατέρα μας αμνημόνευτο
  • ⓑ iron. not blasphemed, uncursed (syn αβλαστήμητος):
    • δεν του άφησε κανένα συγγενή αμνημόνευτο από πάππου προσπάππου
  • ② unremembered, immemorial (L):
    • αμνημόνευτοι χρόνοι (αμνημόνευτα χρόνια) time immemorial (syn τα βάθη των αιώνων, πανάρχαιοι χρόνοι) |
    • συνεχίζουν παράδοση αμνημονεύτων χρόνων |
    • προ (or εξ) αμνημονεύτων χρόνων since time immemorial |
    • από αμνημονεύτων χρόνων or από αμνημόνευτους χρόνους or από αμνημόνευτους αιώνες 'id.' |
    • ο Nείλος το 'χει ξεσκίσει το κίτρινο σάβανο της ερήμου από αμνημόνευτα χρόνια (Ouranis) |
    • οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν εις την Mικρή Aσία από καιρό αμνημόνευτο (Dimitrieis)
  • ⓒ unnumbered, countless, very (or too) many (syn αμέτρητος, αναρίθμητος):
    • τις βροχές που αμόλησαν οι αμνημόνευτοι χειμώνες (Terzakis) |
    • τ' αμνημόνευτα χρόνια που πέρασαν απο πάνω της της έχουν κάνει πληγές σαν της λέπρας (Ouranis) |
    • αυτό γίνεται από αμνημονεύτων χρόνων με τις αγορανομικές επιθεωρήσεις (Melas) |
    • poem χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα | τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα (Polemis)

[fr K, AG ἀμνημόνευτος, cpd w. μνημονευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες