Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμώνιο το [amónio] Ο40 : (χημ.) ένωση του αζώτου με υδρογόνο που παράγεται κατά τη διάλυση αεριούχου αμμωνίας σε νερό: Aνθρακικό / νιτρικό / χλωριούχο ~.
[λόγ. < νλατ. ammonium < ammon(ia) = αμμων(ία) -ium = -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμώνιο [amónio] το, (& αμμώνιον) (L) chem
- ammonium:
- ανθρακικόν αμμώνιον |
- αμμώνιον νιτρικόν |
- αμμώνιον χλωριούχον
[NL ammonium]
- ammonium:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμωνιούχος, -ος, -ο [amoniúxos] (L)
- containing ammonia, ammoniac
[der of αμμωνία w. -ούχος]