Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμώδης -ης -ες [amóδis] Ε11 : για έδαφος που αποτελείται από άμμο ή που περιέχει πολύ άμμο: ~ παραλία. Aμμώδεις εκτάσεις. Aμμώδες στρώμα πετρώματος.
[λόγ. < αρχ. ἀμμώδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμώδης, -ης, -ες [amó∂is] (L)
- sandy, gravelly, gritty (syn in αμμουδερός):
- ~ τόπος gritty ground |
- ~ ακτή |
- ~ βυθός ocean. sand bottom |
- ~ ακρογιαλιά (παραλία) (sandy) beach |
- ~ προεξοχή |
- ~ γλώσσα geol sand spit (syn λουρίδα αμμόγη) ~ ύφαλος sand bank, sand bar; αμμώδεις ύφαλοι shifting sands |
- ~ μπάγκος sand bank |
- (syn in αμμοσύρτης) ~ επίχωση, αμμώδες πρόσχωμα |
- αμμώδες έδαφος gravelly soil, sandy ground (syn in αμμόγη) |
- χωράφι αμμώδες (syn αμμοχώραφο) |
- αμμώδη στρώματα |
- ~ λόφος (syn αμμόλοφος) |
- ~ έκταση, αμμώδεις εκτάσεις |
- ~ έρημος, ~ στέπα |
- ~ σχιστόλιθος gravelly shale |
- ~ υφή grittiness |
- η χερσόνησος ενώνεται με αμμώδη λαιμό πλάτους πενήντα μέτρων (Varelas) |
- περιγραφές εξερευνητών των αμμωδών αφρικανικών ερήμων (Ouranis) |
- η Σαχάρα αποτελείται από αμμώδεις λοφίσκους (Thrylos) |
- αρκεί να απλώσει η ματιά μας στην αμμώδη πλησμονή, που εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων (Papatsonis) |
- poem μάταια χαράς ζητάς πηγάδι, | όαση μικρή σε άπειρον Άδη | που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη (id.)
[fr K ἀμμώδης ← AG (bes parallel AG ψαμμώδης)]
- sandy, gravelly, gritty (syn in αμμουδερός):