Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμόλουτρο το [amólutro] Ο41 : θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην κάλυψη ολόκληρου του σώματος ή ενός μέρους του με λεπτή άμμο, ζεστή από τον ήλιο: Ο γιατρός τη συμβούλεψε να κάνει αμμόλουτρα, για να ανακουφιστεί από τους πόνους.
[λόγ. αμμο- + λουτρ(όν) -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόλουτρο [amólutro] το, usu pl αμόλουτρα τα,
- sand bath:
- ψιλή άμμος κατάλληλη για αμμόλουτρα |
- η άμμος της πλαζ χρησιμοποιείται και για αμμόλουτρα |
- ωραία θάλασσα για μπάνιο και θαυματουργά αμμόλουτρα |
- στον όρμο γίνονται αμμόλουτρα για τους ρευματισμούς (Varelas)
[cpd w. λουτρόν]
- sand bath: