Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμωνία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμωνία η [amonía] Ο25 : (χημ.) άχρωμο αέριο με έντονη και χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την ένωση του αζώτου με υδρογόνο. || διάλυμα αμμωνίας σε νερό που χρησιμοποιείται συνήθ. ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: Yγρή / καυστική ~.

[λόγ. αντδ. < νλατ. ammonia < ελνστ. (ἅλας) Ἀμμωνιακόν (δες στο αμμωνιακός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωνία [amonía] η, chem
  • ammonia (NH3):
    • καυστική ~ caustic ammonia |
    • ~ με ευχάριστη οσμή (π.χ. λεβάντα) smelling-salts |
    • εισπνέω ~sniff at a bottle of salts

[neol, der of Άμμων]

[Λεξικό Κριαρά]
αμμωνιακόν το.
  • Tο χλωριούχο αμμώνιο, χρήσιμο στη φαρμακευτική, κ.α.:
    • (Iερακοσ. 39526).

[μτγν. ουσ. αμμωνιακόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμωνιακός -ή -ό [amoniakós] Ε1 : που αναφέρεται στην αμμωνία, που περιέχει αμμωνία ή που παράγεται από αυτή: Aμμωνιακό άλας, εμπορική ονομασία του χλωριούχου αμμωνίου.

[λόγ. < ελνστ. ἅλας Ἀμμωνιακόν < Ἄμμων, επειδή παραγόταν κοντά σε ναό του θεού Άμμωνα στην Aίγυπτο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωνιακός, -ή, -ό [amoniakós] (L) chem
  • of ammonium, ammoniacal:
    • γόμα αμμωνιακή (L αμμωνιακόν κόμμι) gum ammoniac |
    • αμμωνιακόν άλας ammonia salt, sal ammoniac (syn νισαντίρι) |
    • αμμωνιακό διάλυμα ammoniacal solution |
    • αμμωνιακόν ύδωρ ammonia liquor

[fr LK ἀμμωνιακός, der of ἀμμωνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες