Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμουδιά η [amuδjá] Ο24 : αμμώδης παραλία: Πάμε να καθίσουμε / να παίξουμε στην ~.
[μσν. αμμουδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αμμού δ(α) -ία > -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμουδιά [amu∂já] η,
- ① sandy place, usu by the waterfront (sea, lake, river), sandy beach, sands (syn άμμος 2, αμμούδα 2, αμμουδερή παραλία [s. αμμουδερός], πλαζ):
- έρημη ~ |
- ~ με βότσαλα or βοτσαλωτή shingle beach |
- ~ του Σαρωνικού, του Pεθέμνου κλ |
- καθίσαμε στην ~ |
- παίζουνε στην ~ |
- τα κύματα σπούσαν στη μεγάλη ~ μ' ένα ρόχθο βαθύ (Venezis) |
- poem αν αμμουδιές ανθίζουνε | και βράχοι ολόγυρά σου, |...| από χαρά φαντάσου | τι Aπρίλη θενά ιδείς (Markoras) |
- του άρεσαν οι σπηλιές στην ~ κ' οι ζωγραφιές της θάλασσας (Seferis) |
- έρχονται, φεύγουν με το μελτεμάκι | που ξετρελαίνει των παιδιών τις λυτές κόμες, | καθώς τρέχουν με πέλματα γυμνά στην ~ (Melissanthi)
- ⓐ sandy bottom of the sea
- ② region. (Cycl, Samos etc) soil w. more sand than earth, sandy (and therefore infertile) land (syn αμμόγη, αμμουδερή γη):
- το χωράφι είναι ~
[fr LMG αμμουδιά (17th-18th c., Ger. Vlachos & Somavera) ← αμμωδιά (so Somavera, 1709, and dial of Cappadocia), fr *αμμωδία, der of αμμώδης, as λιθωδία (Eustathius), der of AG λιθώδης 'abounding in stones, stony'; cf also αμμοδούρα i.e. αμμωδ-ούρα, dia]
- ① sandy place, usu by the waterfront (sea, lake, river), sandy beach, sands (syn άμμος 2, αμμούδα 2, αμμουδερή παραλία [s. αμμουδερός], πλαζ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμούδιαστος, -η, -ο [amú∂jastos]
- ① unbenumbed, not numb (ant μουδιασμένος, μουδιαστός):
- αμούδιαστα δόντια, ούλα |
- το δεξί πόδι είναι μουδιασμένο, το αριστερό αμούδιαστο
- ② not hesitating, fearless (near-syn αδίστακτος 1, άφοβος)
[fr LMG (Somavera) αμμούδιαστος, cpd w. *μουδιαστός: μουδιάζω]
- ① unbenumbed, not numb (ant μουδιασμένος, μουδιαστός):