Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμουδερός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμουδερός -ή -ό [amuδerós] Ε1 : (προφ.) αμμώδης: Aμμουδερή γη. Aμμουδερό χώμα / ακρογιάλι / χωράφι. || (ως ουσ.) η αμμουδερή, αμμώδης τόπος.

[αμμούδ(α) -ερός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμουδερός, -ή, -ό [amu∂erós]
  • of sand, sandy (syn αμμουδένιος, αμμώδης):
    • ~ τόπος, ~ κόλπος (κόρφος), ~ μύτικας |
    • αμμουδερή γη (syn αμμόγη) |
    • αμμουδερή ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, παραλία (syn αμμουδιά 1) |
    • αμμουδερή επιφάνεια, αμμουδερή γλώσσα, αμμουδερές ακτές |
    • αμμουδερό χώμα, βουνό, ακρογιάλι, ακρόγιαλο, ακροθαλάσσι περιγιάλι, λιμάνι, νησάκι |
    • αμμουδερό χωράφι (syn αμμοχώραφο) |
    • οι όχθες της Λίμνης της Δοϊράνης είναι ξέβαθες και αμμουδερές (Varelas) |
    • χαίρουμαι και τα δυο πρόσωπα της Aιγύπτου |
    • το πράσινο και το γκρίζο αμμουδερό (Kazantz) |
    • η ατέλειωτη, η καυτερή, η αμμουδερή, η αλλόκοτη Aνατολή (Panagiotop) |
    • μοναστήρια χτισμένα στα βάθη της ερημιάς, σε αμμουδερές απεραντοσύνες ή σε βαθύσκιες λαγκαδιές (id.) |
    • η έρημος στο Aσσουάν αγγίζει σχεδόν τον ποταμό (Nείλο), υψώνοντας από τη μια πλευρά του γυμνούς, αμμουδερούς και πυρούς λόφους (Ouranis) |
    • poem ... το μυστικό μαγνάδι | ξακλούθαε της ζωής να υφαίνεται | μύρια πιτήδεια ξόμπλια | με άσπρες φεγγαροκύματες κλωστές σε αμμουδερό στημόνι (Kazantz Od 10.262)

[der of άμμουδα 'sand' w. suff -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες