Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμουδάρα [amu∂ára] η, region. (Peloponn,
- Crete, Cycl, Dodec etc) sandy place (syn in αμμόγη):
- το χωράφι μου είναι ~
[also as pl-n Aμμουδάρα, αμμουδάρες; substantiv. f of *αμμωδάρης, whose f αμμωδάρα in Cycl (Amorgos, Kythnos, ναμμωδάρα Melos), while pl-n Aμμουδάρι is substantiv. n ← αμμωδάριν]
- Crete, Cycl, Dodec etc) sandy place (syn in αμμόγη):