Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμο
110 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άμμο s. άμμος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμο- [amo] & αμμό- [amó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμμ- [am], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άμμος ως α' συνθετικό, κυρίως σε σύνθετα ουσιαστικά: αμμαντλία, ~δοχείο, ~θεραπεία, αμμόλοφος, αμμόλουτρο, ~νήσι, αμμότοπος, αμμόχωμα. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~χάλικο, αμμόχωμα, άμμος και χαλίκι κτλ.· ~αργιλώδης, αμμώδης και αργιλώδης· (ζωολ.) σε ονόματα ζώων που ζουν αποκλειστικά ή κυρίως στην άμμο: ~κάβουρας, ~πέρδικα· (βοτ.) σε ονόματα φυτών που φυτρώνουν σε αμμώδες έδαφος: αμμόκρινο, αμμόφυτο, αμμόχορτο· (ιατρ.) ~λιθίαση.

[θ. του ουσ. άμμ(ος) (αρσ.) -ο- & λόγ. < ελνστ. ἀμμο- θ. του αρχ. ουσ. ἄμμο(ς) (θηλ.) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀμμο-κονία, μσν. αμμο-πλύτης `που πλένει την άμμο για συλλογή χρυσού΄ & διεθ. ammo- < ελνστ. ἀμμο-: αμμό-φιλα `φυτά που ζουν στην άμμο΄ < νλατ. ammophila]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοαργιλώδης -ης -ες [amoarjilóδis] Ε11 : (για πετρώματα ή εδάφη) που αποτελείται από άμμο και άργιλο.

[λόγ. αμμο- + αργιλώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοβολέας ο [amovoléas] Ο21 : μηχάνημα με το οποίο εκτοξεύεται άμμος, κυρίως για τον καθαρισμό μεγάλων επιφανειών.

[λόγ. αμμοβολ(ή) -εύς > -έας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοβολή η [amovolí] Ο29 : μέθοδος καθαρισμού μιας επιφάνειας με την εκτόξευση άμμου.

[λόγ. αμμο- + αρχ. -βολή < -βολῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοβούνι [amovúni] το,
  • hill of sand, sandhill:
    • ασάλευτος απάνω στο ~ ένοιωθα τα μελίγγια μου να τρίζουν (Kazantz) |
    • poem ... ξεδιάλεξε το πιο παχύ σφαγάρι | μες στο κοπάδι που λατάνισε ψες νύχτα απ' τ' αμμοβούνια chose the fattest beast in that herd he had stolen the night before from the sandhills (Kazantz Od 11.433)

[cpd of άμμος & βουνί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόβουνο [amóvuno] το,
  • sand mountain:
    • poem ... και ξάφνου | σηκώθη αγέρας και τ' αμμόβουνα σαν κύματα σαλέψαν (Kazantz Od 12.609)

[cpd w. βουνό]

[Λεξικό Κριαρά]
αμμόβουρκος ο· αμμόβορκος.
  • Λάσπη (του θαλάσσιου βυθού) με άμμο:
    • ο φούντος … εβγάνει αμμόβορκον (Πορτολ. Α 1369).

[<ουσ. άμμος + βούρκος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόγειρος, -α, -ο [amóyiros]
  • of sandy soil (syn in αμμένιος):
    • ~ τόπος or αμμόγειρο μέρος sandy-soiled place (syn αμμόγη, αμμουδερή γη, αμμουδερός τόπος)

[fr K ἀμμόγειος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόγη [amóyi] η,
  • sandy soil (syn αμμότοπος, αμμώδες έδαφος, αμμώδης τόπος, αμμουδάρα, αμμουδερή γη):
    • ο κάμπος είναι ~ και κάνει γι' αμπέλια και μποστάνια |
    • μια λουρίδα ~ a sand spit (syn αμμώδης γλώσσα [s. αμμώδης]) |
    • poem και λάγαζε με τρόμο η χλωρασιά στη διψασμένη ~ and all the sparse grass crouched w. terror on the sandy loam (Kazantz Od 9.760) |
    • γινόταν κίτρινος πυρρός λαγός στη λιοφρυμένη ~ (his mind) turned to a yellow-crimson hare on sun-hot sand (id. 2.6680)

[fr LMG αμμόγη (Meursius, 1614), cpd w. γη]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες