Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμηχανία η [amixanía] Ο25 : άγνοια ή έλλειψη ενός τρόπου ενέργειας ιδίως για την αντιμετώπιση μιας καταστάσεως: Bρίσκομαι σε ~. Προκαλώ ~ σε κπ. Tρώει τα νύχια του από ~. Mια σιωπή γεμάτη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμηχανία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμηχανία [amixanía] η,
- helplessness, discomfiture, predicament, perplexity, embarrassment (syn δύσκολη θέση):
- σε ~ at a loss, perplexed, e.g. είμαι or βρίσκομαι σε ~ be at a loss, be bewildered, be in a quandary or in a dilemma (syn δεν ξέρω τι να κάμω) |
- μας φέρει (or βάζει) σε ~ it embarrasses us, it baffles us |
- περιέχομαι σε (μεγάλη) ~ be (highly) perplexed |
- βρεθήκαμε σε ~ ποιο δρόμο να πάρομε |
- διάβασα το άρθρο με κάποια ~ I read the article w. some discomfiture |
- μεγάλη, πραγματική, δεινή, δραματική, ψυχολογική ~ |
- κάποια ~ κυρίεψε όλους |
- η ερώτηση τον έριξε σε ~ |
- οι νέοι με φανερή ~ σας θέτουν ένα θέμα |
- κοιταζόμαστε με ~ |
- έκαμε λίγα βήματα αμηχανίας μπρός και πίσω |
- της απάντησα μ' ένα αόριστο χαμόγελο αμηχανίας (syn αμήχανο χαμόγελο) |
- ένοιωθα μι' ~ |
- έπεφταν σε μια παράξενη ~ |
- προσπαθεί να κρύψει την ~ του |
- για μένα το λέει; αναρωτιόμουν με ~ (Psathas) |
- η αντίσταση των Iταλών είχε κρατήσει σ' ~ τις δυνάμεις του παραλιακού τομέα (Terzakis) |
- το απρόοπτο ψέμα της αύξησε την ~ μου (Kokkinos) |
- η ευημερία της Aμερικής την έχει φέρει σε ~ πώς να διατηρήσει και πώς να χρησιμοποιήσει την ευημερία της (Papanoutsos) |
- τα αντιφατικά φαινόμενα του καιρού μας προκαλούν δεινή ~ (Panagiotop)
[fr K, PatrG ἀμηχανία ← AG, der of ἀμήχανος]
- helplessness, discomfiture, predicament, perplexity, embarrassment (syn δύσκολη θέση):