Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμηνόρροια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμηνόρροια η [aminória] Ο27 : (ιατρ.) παθολογική έλλειψη ή διακοπή της εμμηνόροιας.

[λόγ. < γαλλ. aménorrhée < a- = α- 1 + ménorrhée (δες στο εμμηνόρροια)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμηνόρροια [aminória] η, (L) med
  • absence of mentruation, amenorrhoea:
    • όγκος της υποφύσεως γίνεται αιτία της αμηνόρροιας (Louros) |
    • όταν αποκατασταθεί μόνιμη πια ~, οι μαστοί χαλαρώνονται, ατροφούν και κρέμονται προς τα κάτω (id.)

[neol, cpd of priv α- & *μηνόρροια; cf αιμόρροια, γαστρόρροια, γονόρροια, δακρύρροια, πυόρροια etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες