Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετρωπία η [ametropía] Ο25 : (ιατρ.) ονομασία ορισμένων ανωμαλιών της οράσεως, όπως η μυωπία, η υπερμετρωπία, ο αστιγματισμός.
[λόγ. < νλατ. ametropia < αρχ. ἄμετρ(ος) + αρχ. ὠπ- (ὤψ) `μάτι, πρόσωπο΄ -ie = -ία, κατά το myopie = μυωπία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετρωπία [ametropía] η, med (ophthalm)
- ametropia
[cpd of άμετρος & -ωπία]