Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετροεπής -ής -ές [ametroepís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η αμετροέπεια, η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
[λόγ. < αρχ. ἀμετροεπής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετροεπής, -ής, -ές [ametroepís] (L)
- incontinent of speech, loquacious (syn απεραντολόγος, φλύαρος, ant λιγόλογος, λακωνικός, μετρημένος στα λόγια του):
- το Bλάση Γαβριηλίδη, αμετροεπή και γεμάτον ενθουσιασμούς κριτικό της νεοελληνικής ζωής (Panagiotop) |
- επιστρέφει (sc ο Mωρέας) όχι ενθουσιώδης πανηγυριστής και ~ λογοκόπος, αλλά "μονήρης" και "στοχαστικός" (id.) |
- δεν θα θεωρηθώ ~, αν εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη ότι ο Σεπτέμβριος του 1964 θα αποτελέσει μιαν αξιομνημόνευτη σελίδα της εκπαιδευτικής μας ιστορίας (Papanoutsos)
[fr AG ἀμετροεπής 'unbridled of tongue']
- incontinent of speech, loquacious (syn απεραντολόγος, φλύαρος, ant λιγόλογος, λακωνικός, μετρημένος στα λόγια του):