Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετροέπεια η [ametroépia] Ο27 : έλλειψη μέτρου στα λόγια από άποψη ποσοτική (πρβ. φλυαρία) ή ποιοτική (πρβ. μεγαλορρημοσύνη).
[λόγ. < ελνστ. ἀμετροεπ(ία) μεταπλ. -εια με βάση το επίθ. αμετροεπής αναλ. προς άλλα ζευγάρια επίθ. - αφηρ. ουσ.: ευπειθής - ευπείθεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετροέπεια [ametroépia] η, (L)
- lack of measure in speaking, incontinence of speech (or of tongue), loquaciousness (syn ακράτεια της γλώσσης, απεραντολογία, πολυλογία, φλυαρία):
- επεστράτευσε τη δικηγορική του ~ φανατικά για το τσαλαπάτημα του αντιδίκου (Palam) |
- στο γράμμα μου έκλεισα μέσα στην αμετροέπειά μου και μερικά λόγια βγαλμένα από τα άδυτα των αδύτων της καρδιάς και του νου μου (id.) |
- οι γλωσσικές συζητήσεις είναι κενολογίες και αμετροέπειες (Panagiotop) |
- οι αρχαιολόγοι δεν του συγχωρούν μερικές νεανικές αμετροέπειες, ίσως όχι άδικες (Papatsonis) |
- και στη γλώσσα και στη θρησκεία θόλωσε τα νερά μέσα σε μια πολυδαίδαλη εγκυκλοπαιδική ~ (ZLorentzatos)
[der of αμετροεπής; cf K ἀμετροεπία 'garrulity']
- lack of measure in speaking, incontinence of speech (or of tongue), loquaciousness (syn ακράτεια της γλώσσης, απεραντολογία, πολυλογία, φλυαρία):