Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμεταχείριστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμεταχείριστος -η -ο [ametaxíristos] Ε5 : (για πργ.) που δεν τον μεταχειρίστηκαν, δεν τον χρησιμοποίησαν καθόλου· αχρησιμοποίητος. ANT μεταχειρισμένος: Aυτοκίνητο σχεδόν / τελείως αμεταχείριστο.

[λόγ. < αρχ. ἀμεταχείριστος `δύσκολος να τον κουμαντάρεις΄ σημδ. γερμ. ungebraucht]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμεταχείριστος, -η, -ο [ameta íristos]
  • unused, unworn, new (syn αχρησιμοποίητος,:
    • αμεταχείριστα σκεύη, αμεταχείριστα πιάτα |
    • αμεταχείριστο ύφασμα, αμεταχείριστη πετσέτα |
    • ρούχα αμεταχείριστα |
    • αμεταχείριστο βιβλίο |
    • δεν έμεινε τσαντίρι αμεταχείριστο |
    • τα σακκιά είναι αμεταχείριστα και καθαρά |
    • το τραγούδι μου δίνει το σύνθημα του πλουτισμού από το νέο θησαυρό που βέβαια δεν ήταν αγνώριστος κι ~, μα κάπως αλλιώτικα έως τότε χρησιμοποιημένος (Palam) |
    • ήτανε αληθινό δώρο να βρω ξαφνικά ένα ανθρώπινο υλικό αμεταχείριστο, αδιάφθορο, παρθένο για το καινούργιο θέατρο που ονειρευόμουνα (Melas) |
    • (η γριά έχει) την ελπίδα να πεθάνει μια μέρα στο χωριό της σα νοικοκυρά μέσα σε αμεταχείριστα σάβανα δικά της (Athanasiadis-N) |
    • στο γιαλό (στο Φάληρο) μαυρολογούσανε τρία εγγλέζικα θωρηχτά, σιωπηλά και γεμάτα αμεταχείριστη δύναμη, που λούφαζε ειρηνικά μέσα τους (Myriv) |
    • poem σα να σ' έπλασε ο Θεός με αμεταχείριστο | χώμα, | φως και νερό, είσαι ωραία | παράξενα (Vrettakos) |
    • ... εγώ γι' αυτές τις σκέσεις | σε πήρα, σ' έκαμα γυναίκα μου και λες | θ' αφήσω αυτό το καπιτάλι αμεταχείριστο; (Rotas)

[fr ByzG αμεταχείριστος ← K ἀμεταχείριστος, AG, cpd w. *μεταχειριστός (whence μεταχειριστ-ικός; cf also μεταχειριστέος): μεταχειρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες