Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεταποίητος -η -ο [ametapíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεταποιήσει. ANT μεταποιημένος: Aμεταποίητο ρούχο, που δεν του έχουν αλλάξει το σχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀμεταποίητος κατά τη σημ. της λ. μεταποιώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεταποίητος, -η, -ο [ametapíitos] (L)
- not changed (ant μεταποιημένος):
- αμεταποίητο οινόπνευμα |
- αρρώστια και υγεία είναι διαβαθμίσεις και παραλλαγές αμεταποίητης της κατάστασης που λέγεται ζωή (Karantonis) |
- διάλογος ζωηρός, ~, φυσικός (Charis) |
- poem η απουσία μένει πάντα αμεταποίητη |
- απουσία! (Ritsos)
- ⓐ not remade, unaltered (by turning the cloth inside out), not turned:
- αμεταποίητο φόρεμα, αμεταποίητο κουστούμι |
- αμεταποίητο καπέλο
[fr PatrG ἀμεταποίητος ← AG, cpd w. μεταποιητός (whence PatrG μεταποιητ-ικός; cf also εὐ-μεταποίητος): μεταποιῶ]
- not changed (ant μεταποιημένος):