Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεταμόρφωτος -η -ο [ametamórfotos] Ε5 : που δεν τον μεταμόρφωσαν ή που δεν έχει μεταμορφωθεί. ANT μεταμορφωμένος.
[λόγ. α- 1 μεταμορφω- (δες μεταμορφώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεταμόρφωτος, -η, -ο [ametamórfotos] (L)
- not transformed, unchanged or non-transformable, unchangeable:
- η τέχνη αλλάζει και μεταμορφώνεται κατά τους καιρούς και σύμφωνα με την περίσταση, μα είναι μια, ανάλλαχτη κι αμεταμόρφωτη· αιώνια η ουσία της (Palam) |
- οι ηθοποιοί, όταν δεν μελετούν, παρουσιάζονται και αμεταμόρφωτοι (GSideris)
[neol (Korais), cpd w. μεταμορφωτός: K μεταμορφῶ (-όω) 'transform, transfigure']
- not transformed, unchanged or non-transformable, unchangeable: