Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετακίνητος -η -ο [ametakínitos] Ε5 : 1.(για πργ.) που δεν τον μετακίνησαν, δεν του άλλαξαν θέση: Aμετακίνητα έπιπλα. 2. που δεν αλλάζει, δε γίνεται διαφορετικός: ~ στόχος. H αμετακίνητη άποψη / πεποίθηση κάποιου. Είμαι / μένω ~ σε κτ., δεν το αλλάζω. Mένει ~ στις απόψεις / στις συνήθειές του.
[λόγ. < αρχ. ἀμετακίνητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετακίνητος, -η, -ο [ametacínitos]
- ① not moved from one's place, unmoved or immobile, fixed (syn ακλόνητος, αμετατόπιστος, σταθερός):
- αμετακίνητα βουνά, αμετακίνητο έδαφος, αμετακίνητη γη |
- πόλη αμετακίνητη στο ίδιο μέρος |
- βράχοι αμετακίνητοι |
- όγκος βαρύς και ~ |
- αμετακίνητο ορόσημο |
- τα θρανία ήσαν καρφωμένα στο πάτωμα κι αμετακίνητα |
- αμετακίνητο κέντρο του κόσμου είναι η γη (Theodorakop) |
- στάση του αγάλματος σταθερή και αμετακίνητη
- ② fig unshakable, steadfast, permanent, constant (syn αδιάσειστος, μόνιμος):
- αμετακίνητα στοιχεία |
- αμετακίνητη ανισότητα |
- αμετακίνητα ταμπού |
- αμετακίνητη βιολογική κλίμακα |
- αμετακίνητη βούληση |
- αμετακίνητοι σκοποί (στόχοι) |
- δύναμη σταθερή και αμετακίνητη |
- μια αμετακίνητη συνήθεια |
- μερικοί φυσικοί και αμετακίνητοι νόμοι |
- το αμετακίνητο ιδεώδες |
- αμετακίνητο δόγμα |
- ιδέα αμετακίνητη |
- αμετακίνητη πραγματικότητα |
- αμετακίνητη αξία |
- η αμετακίνητη μοίρα |
- αμετακίνητη απόφαση, αμετακίνητη καταδίκη |
- αμετακίνητη σταθερότητα |
- αμετακίνητη πίστη |
- αμετακίνητη εμπιστοσύνη στη λευτεριά |
- το νόημα τούτο (δεν) είναι αμετακίνητο |
- αμετακίνητη αρχή, e.g. αρχές βέβαιες και αμετακίνητες, η τήρηση αμετακίνητων αρχών (Papanoutsos) |
- στην επιστήμη είναι αμετάπειστος και ~ (Panagiotop) |
- η ουσία παραμένει αμετακίνητη |
- το αμετακίνητο πρόβλημα της ουσίας |
- η αμετακίνητη λύπη του βεβαίου θανάτου |
- παρουσίες που φαίνονται αμετακίνητες |
- οι έννοιες δεν είναι αμετακίνητες |
- η γνώση δεν είναι αμετακίνητη |
- ο γραπτός λόγος είναι ~ |
- αμετακίνητα τα κείμενα μέσα στην εποχή που τα γέννησε (Theodorakop) |
- η ανάγκη νέων δρόμων είναι το πιο αμετακίνητο αίτημα των κατοίκων
[fr K, PatrG ἀμετακίνητος 'unalterable' (pap, 2nd c. AD) ← AG, cpd w. AG (also PatrG) μετακινητός]
- ① not moved from one's place, unmoved or immobile, fixed (syn ακλόνητος, αμετατόπιστος, σταθερός):